Η Αρλέτα, τραγουδοποιός κι ερμηνεύτρια, μπορεί να ταξίδεψε νωρίς για τ’αστρα, η απουσία της όμως θα αναπληρώνεται για πάντα από τα τραγούδια της. Ήταν ταγμένη σε αυτό που έκανε με ουσία και σεβασμό, έχοντας πλάι της την κιθάρα, τις λέξεις και τις μελωδίες της. Προσωπικότητα συγκροτημένη, είχε άποψη για την κοινωνία, την τέχνη, την ίδια τη ζωή. Σταθερή και ανεξίτηλη μέσα στον ρου του χρόνο, η Αρλέτα ήταν μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα.

Αρλέτα – Η ζωή της με λίγα λόγια
Η Αρλέτα γεννήθηκε στο Μεταξουργείο από γονείς Ρουμελιώτες στις 3 Μαρτίου 1945. Πατρίδα της, όμως, ένιωθε πάντα τα Εξάρχεια, όπου έζησε μετά τα δώδεκά της χρόνια. Ως μαθήτρια είχε την τύχη να συναντήσει μια σπουδαία δασκάλα, την Αντιγόνη Στρεψιάδη, η οποία της δίδαξε πολλά και την επηρέασε βαθύτατα. Αφού αποφοίτησε από το σχολείο, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου γνώρισε άλλους δύο δασκάλους που την ενέπνευσαν, τον Γιάννη Μόραλη και τον Παντελή Πρεβελάκη. Εξίσου πολύτιμη στάθηκε και η μαθητεία της δίπλα στον ζωγράφο Πάνο Σαραφιανό.
Η ζωγραφική ήταν αδιαμφισβήτητα η μία από τις μεγάλες της αγάπες. Η δεύτερη ήταν η μουσική. Στην αρχή αυτοδίδακτη και εν συνεχεία με σπουδές κιθάρας για δύο χρόνια δίπλα στον Δημήτρη Φάμπα, δεν διάλεξε εκείνη τον δρόμο του τραγουδιού αλλά το αντίθετο∙ το τραγούδι την διάλεξε. Μέσα στη δεκαετία του 1960 τυχαία σε μια εκδρομή, όταν η Αρλέτα ήταν ακόμη πρωτοετής φοιτήτρια, ο Γιώργος Παπαστεφάνου την άκουσε να τραγουδά και, γοητευμένος από τη φωνή της, την πρότεινε ως μια νέα ερμηνεύτρια στον Αλέκο Πατσιφά, τον διευθυντή της Λύρα. Έτσι, η Αρλέτα μπήκε στον κύκλο του Νέου Κύματος.
Στις μπουάτ της Πλάκας τραγούδησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ενώ ευρέως στο κοινό ξεκίνησε να εμφανίζεται μετά τη Χούντα. Φωνή βελούδινη, ευαίσθητη και αέρινη συνεργάστηκε με πολλούς εξαίρετους καλλιτέχνες και ασχολήθηκε και η ίδια με την τραγουδοποιία χωρίς, ωστόσο, να αφήσει στο περιθώριο την ιδιότητα της ζωγράφου. Έφυγε στα 72 της χρόνια, στις 8 Αυγούστου του 2017, εξαιτίας επίμονων προβλημάτων υγείας.
Η πορεία της στη δισκογραφία
Ξεκίνησε την πορεία της στο τραγούδι, όταν το Νέο Κύμα βρισκόταν στο ζενίθ του, ηχογραφώντας το 1966 τον δίσκο Αρλέτα με τραγούδια του Γιάννη Σπανού, του Νότη Μαυρουδή, του Γιώργου Κοντογιώργου και του Νίκου Χουλιαρά. Ξεχωριστό τραγούδι του δίσκου, το «Μια φορά θυμάμαι», τραγουδιέται μέχρι τις μέρες μας δίχως να χάνει τη μαγεία του. Έναν χρόνο αργότερα, το 1967, ηχογράφησε έναν δεύτερο δίσκο με τον τίτλο Αρλέτα 2, που περιλάμβανε πλέον και δικά της τραγούδια, όπως «Τα μικρά παιδιά».
Τα μικρά παιδιά, τα μικρά παιδιά,
που κρατούνε στο χέρι τους, σαν το μύλο το χάρτινο,
τις ελπίδες μας.
…
Στον δίσκο 12+1 τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι με την Αρλέτα ερμήνευσε με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο κομμάτια που ήταν ήδη γνωστά και αγαπητά, ενορχηστρωμένα όμως με ένα αλλιώτικο ύφος, που προσιδίαζε σε αυτόν του Νέου Κύματος. To 1975 συμμετείχε μαζί με τον Κώστα Καράλη στον δίσκο του Γιάννη Σπανού Τρίτη Ανθολογία, που αποτελούνταν από 12 μελοποιημένα ποιήματα. Επίσης, συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη στον δίσκο Romancero Gitano, όπου τραγούδησε λιτά και γλυκά με την συνοδεία κιθάρας ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Από τις ομορφότερες στιγμές στη δισκογραφική της διαδρομή ήταν η συνάντησή της με τον Λάκη Παπαδόπουλο και τη Μαριανίνα Κριεζή. «Τα ήσυχα βράδια», μια μπαλάντα από τον δίσκο Τσάι γιασεμιού του 1987, μάς κρατούν συντροφιά τα ήσυχα βράδια μας, ακόμα κι αν έχουν περάσει 33 χρόνια.

Γέννημα θρέμμα της Αθήνας επηρεάστηκε από το αστικό τοπίο και έφτιαξε αρκετά τραγούδια που έχουν ως επίκεντρο την πόλη και το περιβάλλον της. «Η μπαλάντα του πάρκου», «Ο Λάκης», το «Νησί μέσα στην πόλη», η «Τσιμεντούπολη» καθρεφτίζουν μέσα από τους στίχους τους όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν μια πόλη∙ το τσιμέντο, την άσφαλτο, τη λεωφόρο, το μετρό. Στίχοι χωρίς πολλές επαναλήψεις, ενίοτε με παιχνιδιάρικη και χιουμοριστική διάθεση μπορεί να πει κανείς, πλέκουν μια περίτεχνη ιστορία.
Στον τσιμεντένιο κήπο μου
Έλα απόψε να σε κεράσω
Στη λεωφόρο με τη ραγισμένη άσφαλτο
Και τις λακκούβες
…
Στίχοι από την «Τσιμεντούπολη», από τον δίσκο Ένα καπέλο με τραγούδια, 1981
Ενασχόληση με το γράψιμο και την εικονογράφηση
Πολυσχιδής καλλιτέχνιδα, η Αρλέτα άνοιγε δρόμους έκφρασης όχι μόνο μέσω της μουσικής αλλά και μέσω της ζωγραφικής και της συγγραφής. Τρισδιάστατης μορφής υπήρξε η μετάγγιση των συναισθημάτων και των σκέψεών της στις καρδιές του κόσμου. Το 1997 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο της «Από πού πάνε για την Άνοιξη», που απαρτίζεται από κείμενα, στίχους, σχέδια και ζωγραφιές της ίδιας. Ακόμη, ανέλαβε την εικονογράφηση δύο παιδικών βιβλίων. Το πρώτο ήταν «Ο μπαρμπα-Έντε» του Μπέρτολτ Μπρεχτ και το δεύτερο «Το Αλογάκι-Φωτιά» του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Τέλος, ασχολήθηκε με τη σχεδίαση εξώφυλλων δίσκων, όπως ήταν αυτό της Τρίτης Ανθολογίας του Γιάννη Σπανού, που χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη αισθητική του.
