Το Παρίσι του Ατζέ είναι το πορτραίτο της μητρόπολης του 19ου αιώνα. Φωτογραφίζοντας την πόλη για περίπου 35 χρόνια, ο Ατζέ αποτύπωσε όχι μόνο το Παρίσι ως σύγχρονο μητροπολιτικό κέντρο, αλλά μια ολόκληρη εποχή· την εποχή της άνθισης της νεωτερικότητας και της νεωτερικής πόλης στην Ευρώπη.
Το έργο του Ατζέ είναι πρωτοπόρο για τον τομέα της φωτογραφίας ντοκουμέντο (documentary photography). Η φωτογραφία ντοκουμέντο του Ατζέ επηρέασε αρχικά τους σουρεαλιστές κατά τη δεκαετία του 1920, όπως και επόμενες γενιές (Αμερικάνων) φωτογράφων που ακολούθησαν, και ασχολήθηκαν με τη φωτογραφία ντοκουμέντο, όπως ο Walker Evans και ο Lee Friedlander.
Λίγα λόγια για τον Ατζέ.
Πορτραίτο του Ευγένιου Ατζέ, 1927
Ο Ευγένιος Ατζέ [Jean Eugène Auguste Atget] γεννήθηκε το 1857 στη Λιμπούρν της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Παιδί οικογένειας της εργατικής τάξης, έμεινε ορφανός σε ηλικία επτά ετών. Εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα ως ναύτης και καμαρότος. Το 1878 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, με στόχο να ακολουθήσει την καριέρα του ηθοποιού. Το 1879 έγινε δεκτός στη δραματική σχολή και για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια εργάστηκε ως ηθοποιός. Εγκαταλείποντας το θέατρο, ξεκινά να εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος και το 1890 ανοίγει δικό του στούντιο με «Ντοκουμέντα για καλλιτέχνες» (Documents pour artistes). Το στούντιο του Ατζέ εξυπηρετούσε ζωγράφους και σχεδιαστές της εποχής, πουλώντας τους φωτογραφίες ως πρότυπα για τη δημιουργία των έργων τους. Η ενασχόληση του Ατζέ με τη φωτογραφία συνέπεσε με μια σειρά εξελίξεων στο μέσο.
Πρόκειται για μια περίοδο τεράστιας ανάπτυξης για την επαγγελματική και ερασιτεχνική φωτογραφία, καθώς οι εμπορικές και βιομηχανικές εφαρμογές της επεκτάθηκαν.


Παρίσι, η πρωτεύουσα του 19ου αιώνα.
Το πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα υπήρξε καθοριστικό για όλη τη δομή, τη βίωση και την κοινωνική συγκρότηση του αστικού χώρου. Ο αστικός δημόσιος χώρος γίνεται ο χώρος του αποξενωμένου ανθρώπου και της λειτουργικής διεκπεραίωσης. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν[1] τη δεκαετία του 1930 γράφει το δοκίμιο «Παρίσι, η πρωτεύουσα του 19ου αιώνα»[2], στο οποίο συνέλαβε το Παρίσι σαν πόλη – λαβύρινθο, εντός του οποίου συνυπάρχουν άλλοι λαβύρινθοι: η στοά, που εμπεριέχει το «αρχέγονο τοπίο της κατανάλωσης» και μέσα από την οποία περνά η «ονειρευόμενη συλλογικότητα», οι κατακόμβες και η υπόγεια συγκοινωνία (μετρό), που μοιάζει με είσοδο που ενώνει τη νεωτερικότητα με την αρχαιότητα. Πρόκειται για μια πόλη όπου το παρελθόν και οι υποσχέσεις του μέλλοντος συνυπάρχουν.
Το Παρίσι αποτελεί την πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, τη μητρόπολη της νεωτερικότητας. Στις ασύνδετα φαινομενικά εικόνες και όψεις της, η πόλη ανασυστήνεται σαν μια πυκνή εικόνα μονταρισμένη από θραύσματα. Τα θραύσματα «βίαια αποσπασμένα από τη πραγματικότητα» διατηρούν τη μνήμη τους. Αυτά από μόνα τους μπορούν να ανασυνθέσουν την εικόνα μια εποχής, αποκαλύπτοντας την αληθινή ουσία του κόσμου.
Σε αυτό ακριβώς έγκειται η σημασία των φωτογραφιών του Ατζέ, την οποία είχε αναγνωρίσει ο Μπένγιαμιν. Μάλιστα αναφερόταν σ’ αυτόν ως «έναν ηθοποιό που, απωθούμενος από το επάγγελμά του, έβγαλε τη μάσκα και προσπάθησε να ξεγυμνώσει την πραγματικότητα από το δικό της προσωπείο» (Benjamin, 1999, σ. 518). Υποστήριζε πως ο Ατζέ είχε ελευθερώσει το αντικείμενο από την «αύρα» του: «Οι φωτογραφίες του δεν είναι μοναχικές, τους λείπει όμως η ατμόσφαιρα: η πόλη σ’ αυτές τις εικόνες είναι άδεια, όπως ένα διαμέρισμα που δεν έχει ακόμη βρει τον καινούργιο ένοικό του. Είναι επιτεύγματα σουρεαλιστικής φωτογραφίας, η οποία προμηνύει την ευεργετική αποξένωση του ανθρώπου από το περιβάλλον του, ανοίγοντας το δρόμο στο πολιτικά εκπαιδευμένο μάτι για το οποίο καθετί το οικείο φωτίζει τη λεπτομέρεια» (Benjamin, 1931, σ. 518). «Η πόλη αποκαλύπτεται καθώς της γίνεται το πορτρέτο»[3]. Το Παρίσι του Ατζέ, οι φωτογραφίες όψεων των δρόμων της πόλης χωρίς ανθρώπινη παρουσία, οι λεπτομέρειες που κρύβονται σε αυτές, αποκαλύπτουν την ουσία της γαλλικής μητρόπολης και της εποχής.


Το Παρίσι του Ατζέ
Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ατζέ βλέπει το αστικό τοπίο του Παρισιού να αλλάζει. Ο βαρόνος Ωσμάν [Georges-Eugène Haussmann] ανασχεδίασε και ξαναέχτισε ολοκληρωτικά τη γαλλική πρωτεύουσα, με όραμα τον εκσυγχρονισμό της πόλης. Κατεδάφιση χιλιάδων ιστορικών κτιρίων, κατασκευή νέων, φαρδιές λεωφόροι με τετράγωνα γεμάτα μεγάλων διαστάσεων νεοκλασικά κτίρια, αστικά πάρκα και πλατείες, ήταν το σχέδιό του. Η αστική αυτή δομή συνδυάστηκε με φιλόδοξα σχέδια, όπως νέους σιδηροδρομικούς σταθμούς, την πολυτελή όπερα του Παρισιού, θέατρα στην Place du Châtelet, τη γιγαντιαία αγορά Les Halles και το δίκτυο λεωφόρων από την Ασπίδα του Θριάμβου στην καρδιά της Place de l’Ètoile. Το Παρίσι μεταμορφώθηκε ριζικά, αποπνέοντας πλέον μια αίσθηση ενότητας υπό το πρόσχημα του νεωτερισμού, καθιστώντας το μια πόλη για λίγους προνομιούχους[4]. Το ορθολογικά σχεδιασμένο πλάνο του Ωσμάν για το Παρίσι είχε σκοπό να εξαφανίσει τις «συνοικίες ανταρσίας» και εξεγέρσεων της πόλης. Ο Ατζέ παρατηρώντας και βιώνοντας το Παρίσι να μεταβάλλεται, τις παλιές γειτονιές να εξαλείφονται και να μετατρέπονται σε μεγάλες λεωφόρους και δημόσια πάρκα, θέλει να καταγράψει την αλλαγή αυτή.
Το έργο του Ατζέ είναι πρωτοποριακό στον τομέα της φωτογραφίας ντοκιμαντέρ (documentary photography). Ο Ατζέ φέρνει στο επίκεντρο και αποτυπώνει με τον φωτογραφικό του φακό τόσο τις μικρές διακοσμητικές λεπτομέρειες που βρίσκονται διάχυτες στην πόλη, όσο και τις νεόκτιστες λεωφόρους του Ωσμάν. Τον ενδιαφέρει να απαθανατίσει τόσο την πόλη που χάνεται και τα στοιχεία αυτής, όσο και τη νεωτερική γαλλική μητρόπολη που αναδύεται. Το Παρίσι του Ατζέ αποτελεί τεκμήριο κατανόησης της γέννησης της σύγχρονης πόλης και της εμπειρίας αυτής. «Με τον Ατζέ οι φωτογραφίες αρχίζουν να γίνονται αποδεικτικά στοιχεία στο ιστορικό προτσές» γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Benjamin, 2019, σ. 493) στα τέλη της δεκαετίας του 1930.


Η φωτογραφία ως τεκμήριο εποχής.
Οι φωτογραφίες του Ατζέ αλλάζουν την μέχρι τότε οπτική αισθητική. Ο Ατζέ φωτογραφίζει τους παρισινούς δρόμους σαν τόπο εγκλήματος και ο τόπος εγκλήματος είναι άδειος και κενός ανθρώπινης παρουσίασης. Αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελεί, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, την κρυμμένη πολιτική σημασία των φωτογραφιών του Ατζέ, καθώς απαιτούν από τον θεατή μια συγκεκριμένη πρόσληψη· δεν του επιτρέπουν την ελεύθερη ενατένιση, αλλά του προξενούν μια ανησυχία, τον κάνουν «να αισθάνεται πως πρέπει να αναζητήσει έναν ορισμένο δρόμο για να τις προσεγγίσει» (Benjamin, 2019, σ. 493). Το Παρίσι του Ατζέ δεν αποτελεί μία, αλλά πολλές ξεχωριστές πραγματικότητες. Οι φωτογραφικές στιγμές είναι ακινητοποιημένα θραύσματα του χώρου και του χρόνου της πόλης. Επικεντρώνεται σε αντικείμενα της καθημερινότητας της πόλης και στοιχείων της αρχιτεκτονικής αυτής, απαθανατίζει μέρη και πράγματα που έμοιαζαν να μην έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον, μέχρι που τα φωτογράφισε.
Οι φωτογραφίες του Ατζέ κρύβουν στοιχεία που αποκαλύπτουν το παλιό μέσα στο σύγχρονο, εκμοντερνισμένο Παρίσι, σημάδια του «παλιού» Παρισιού ενυπάρχουν στη σύγχρονη εμπειρία και τον χώρο της μητρόπολης. Το Πάνθεον (γαλλ. Panthéon/Le Panthéon Νational), ένα νεοκλασικό αρχιτεκτόνημα του 18ου αιώνα, πλαισιώνεται από τις νέες λεωφόρους του Ωσμάν και τις λάμπες ηλεκτροφωτισμού των παρισινών δρόμων. Προσόψεις κτηρίων αρχιτεκτονικής του 17ου αιώνα απαθανατίζονται μαζί με διαφημιστικές πινακίδες. Το baroque συνυπάρχει με την art nouveau και την art deco, που ξεκινά να εμφανίζεται στο Παρίσι στις αρχές του 20ου αιώνα. Η πόλη γίνεται σημείο συναντήσεων και ο Ατζέ καταγράφει τις συναντήσεις αυτές. Το Παρίσι του Ατζέ εξεικονίζει την αλλαγή στο αστικό τοπίο, τον χώρο και το πνεύμα της νεωτερικής πόλης, καθώς και την εμπειρία αυτής.


«Μύθοι» για τον Ατζέ
Υπάρχουν πολλοί μύθοι γύρω από τις φωτογραφίες του Ατζέ, για τον λόγο αυτό σημειώνονται τρεις διευκρινήσεις. Πρώτον, σχετικά με το ότι δεν φωτογράφιζε ανθρώπους, στην πραγματικότητα, περιλάμβανε ανθρώπους περιστασιακά στις λήψεις του, ενώ μάλιστα υπάρχουν φωτογραφίες του με εργάτες να κατασκευάζουν τους παρισινούς δρόμους. Στο Παρίσι του Ατζέ, η παρουσία ανθρώπων αποδεικνύει αυτή τη φαινομενολογική ή ζωντανή πτυχή των χώρων και των αντικειμένων που ο ίδιος καταγράφει. Με διαλεκτικό τρόπο, η ταραχώδης φύση της σύγχρονης αστικής ζωής καθίσταται ακίνητη στις φωτογραφίες, όπως και η κοινωνική ζωή του χώρου· οι άνθρωποι του, αποδίδονται σαν αντικείμενα παγιδευμένα σε ένα επιβλητικό αρχιτεκτονικό περιβάλλον. Η πόλη γίνεται μια εικόνα με τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι αποδίδονται ανώνυμα, πλέον ως αντικείμενα. Η επιλογή του αυτή εκφράζει την επιθυμία να καταστεί ορατή η νέα μορφή αστικής εμπειρίας, το «ανώνυμο πλήθος».
Δεύτερον, ότι φωτογράφισε μόνο στο Παρίσι, κάτι το οποίο δεν ισχύει καθώς υπάρχουν φωτογραφίες από ταξίδια στην Ελβετία· έμεινε γνωστός για τις φωτογραφίες του Παρισιού, καθώς αποτελούν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Τρίτον, αν και είναι γνωστός για τα κενά τοπία του, ο Ατζέ κατέγραψε εκτενώς ποικίλα αντικείμενα, όπως κάγκελα, ρόπτρα πόρτας, σκάλες και λεπτομέρειες κουπαστών κ.ο.κ., τα οποία εμπλουτίζουν και τεκμηριώνουν την εικόνα που μπορεί να σχηματίσει κανείς για το Παρίσι της περιόδου, αλλά και την ίδια την εποχή. Ως εκ τούτου, το παρόν κείμενο αποτελεί μια σύντομη αναφορά σε μια πτυχή του έργου του.
Αντί επιλόγου.
Το Παρίσι του Ατζέ αποδεικνύει την αφοσίωσή του σε ένα έργο καταγραφής της πόλης ως κάτι όπου κινείται, καταναλώνει, αναζητά διασκέδαση αλλά και ξεκούραση. Με άλλα λόγια, ο Ατζέ καταγράφει την πόλη με τη μορφή «αστικών εικόνων», που περιλαμβάνει βιτρίνες, θυρωρούς, ασυνήθιστους δρόμους και επαναλαμβανόμενες οδούς που οδηγούν σε εκκλησίες και κτήρια «μνημεία» της πόλης. Το Παρίσι του Ατζέ είναι αφενός ένα έργο καταγραφής – ένα ντοκιμαντέρ θα έλεγε κανείς – και αφετέρου μια συνεχής απεικόνιση των δικών του διαδρομών στην πόλης, το οποίο ήδη από τη δεκαετία του 1920 φαίνεται να εξαφανίζεται. Ο ίδιος γράφει σε επιστολές του πως βλέπει αυτά που φωτογράφιζε να χάνονται από το χώρο.
Ο Ατζέ μπορεί να μην φωτογράφιζε μια πόλη που είναι «γεμάτη», αλλά έδωσε μια όψη αυτής χωρίς να αφαιρεί, αλλά αποκαλύπτοντας, την ενέργεια της καθημερινής ζωής των ανθρώπων στην πόλη και την εμπειρία αυτών.
[1] Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Bendix Schönflies Benjamin, 15 Ιουλίου 1892 – 26 Σεπτεμβρίου 1940) συνιστά μια από τις πλέον χαρακτηριστικές και ταυτόχρονα ιδιαίτερες φυσιογνωμίες των χρόνων του Μεσοπολέμου. Ήταν Γερμανός μαρξιστής και κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, και φιλόσοφος. Συνδέθηκε με τη Σχολή της Φρανκφούρτης για την κριτική θεωρία, και αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του 20ου αιώνα σχετικά με τη λογοτεχνία και τη σύγχρονη αισθητική εμπειρία.
[2] Ο Μπένγιαμιν γράφει το «Exposé» του 1935 και το 1939 το τροποποιεί, με αλλαγές στον πρόλογο και τον επίλογο του κειμένου. Το κείμενο αυτό αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο τεκμήριο του ημιτελούς ερευνητικού του προγράμματος για τις στοές που Παρισιού (Passagen-Werk), στα τέλη της δεκαετία του 1930.
[3] Σταυρίδης, Στ. (2018). Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή. Αθήνα: Νήσος, σ. 256.
[4] Ο Μπένγιαμιν γράφει «Ωστόσο αποξενώνει την πόλη από τους Παριζιάνους, οι οποίοι δε νοιώθουν πλέον σαν στο σπίτι τους. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον απάνθρωπο χαρακτήρα της μεγαλούπολης.» (Benjamin, 2019, σ. 693)
Βιβλιογραφία
- Benjamin, W. (1999). Little History of Photography. Στο Walter Benjamin. Selected Writings, 1931-1934, σσ. 507-530.
- Benjamin, W. (2019). Παρίσι, η πρωτεύουσα του 19ου αιώνα. Στο Γ. Σαγκριώτης (Επιμ.), Κείμενα 1934-1940. Αθήνα: ΑΓΡΑ.
- Benjamin, W. (2019). Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του. Στο Γ. Σαγκριώτης (Επιμ.), Κείμενα 1934-1940. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα.
- Rauschenberg, C. (2007). Paris Changing. Revisiting Eugene Atget’s Paris. New York: Princeton Architectural Press.
- Rizov, V. (2020). Eugene Atget and Documentary Photography of the City. Theory, Culture & Society, σσ. 1-23.
- Sontag, S. (1993). Περί Φωτογραφίας. Αθήνα: ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ.
- Szarkowski, J. (2000). Atget. New York: The Museum of Modern Art.