«Cape Fear: Πάντα θα θυμάμαι το ξεχωριστό όνομα αυτής της πανέμορφης παραποτάμιας τοποθεσίας. Τότε που οι νύχτες εκεί έμοιαζαν τόσο ξεχωριστές και ο μόνος φόβος ήταν πότε αυτή η μαγεία θα τελειώσει και η πραγματική ζωή θα έρθει για να συνθλίψει καθετί όμορφο».
Με αυτά τα λόγια η νεαρή Juliette Lewis μας εισάγει -απολύτως πετυχημένα- στην ψυχή και το πνεύμα της ταινίας του Martin Scorsese. «Cape Fear». Δηλαδή το «Ακρωτήρι του Φόβου». Το ειδυλλιακό τοπίο στο οποίο ο Μάρτι θα κορυφώσει μια από τις πιο ανατριχιαστικές ταινίες της σπουδαίας κινηματογραφικής του καριέρας.
Εκεί οπού η το «καλό» και το «κακό», ηθική, η δικαιοσύνη, η αρετή και ο πειρασμός θα εκραγούν εννοιολογικά και ιδεολογικά με τρόπο «βιβλικό» μπροστά στα μάτια του αποσβολωμένου θεατή.
Αυτή την ταινία, επιλέγουμε να θυμηθούμε σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την πρώτη της προβολή. Και η ανατριχίλα, κρατάει ακόμα…
Όλα οδηγούν στο «Cape Fear»…
Η οικογένεια Bowden περνά την φιλήσυχη, καθημερινή της «κανονικότητα» μέσα στις μεγαλοαστικές της ανέσεις, την οικονομική ευμάρεια και την γαλήνη. Ο Sam Bowden (Nick Nolte) είναι ένας καταξιωμένος δικηγόρος που ενίοτε «τσιλιμπουρδίζει» για να μετριάσει την ανία της συζυγικής ζωή, η γυναίκα του Leigh (Jessica Lange) καταπιάνεται με το σχέδιο, ενώ η νεαρή Danielle (Juliette Lewis) εισέρχεται για τα καλά στην εφηβεία, αντιμετωπίζοντας τις πρώτες υπαρξιακές και σωματικές φουρτούνες της ταραγμένης της ηλικίας. Μέχρι που ένας «εφιάλτης» από το παρελθόν θα ξυπνήσει και θα στοιχειώσει αυτή την φαινομενική ευτυχία. Ο κατάδικος Max Cady (Robert De Niro) έπειτα από την έκτιση της ποινής που του είχε επιβληθεί για βίαιη σεξουαλική κακοποίηση μιας νεαρής κοπέλας, αποφυλακίζεται και είναι αποφασισμένος να καταδιώξει μέχρι τέλους τον πάλαι ποτέ συνήγορο του Sam Bowden, που τον υπερασπίστηκε στην εν λόγω υπόθεση. Ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό ξεκινά. Και όλα οδηγούν στην τοποθεσία «Cape Fear» («Ακρωτήρι του Φόβου»).
Ο Μάρτι έχει κέφια!
Σε μια περίοδο, όπου η καριέρα του Μάρτιν Σκορσέζε βρισκόταν κατά γενική ομολογία στο απόγειο της, η πρόταση να διασκευάσει την ομώνυμη ταινία του 1962 με πρωταγωνιστές τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, δεν φάνταζε ιδιαιτέρως δελεαστική για τον Νεοϋορκέζο δημιουργό. Μπορεί η original ταινία να πρόκειται για ένα στιβαρό θρίλερ αρκετά πρωτοποριακό για την εποχή του, όμως η απλοϊκή ιδεολογική του σύσταση σίγουρα δεν ταίριαζε με την οπτική που ο Σκορσέζε επέλεγε να «χτίζει» τις δικές του ταινίες.
Έτσι, λοιπόν, ο Μάρτι δέχτηκε μεν να γυρίσει το remake, αποφάσισε όμως να αλλάξει καθοριστικές πτυχές της «γνήσιας» ιστορίας, φέρνοντας την στα μέτρα του και μετατρέποντας την από μια «εύκολη» ιστορία σύγκρουσης του «καλού» και του «κακού» σε μια θρησκευτική παραβολή, με αλληγορικό πνεύμα και πολυεπίπεδες αναγνώσεις και προσεγγίσεις.
Η αγία οικογένεια δεν μένει πια εδώ
Σε αντίθεση με το φιλμ του 1962, ο Σκορσέζε φροντίζει εξ αρχής να αποβάλλει από την οικογένεια Bowden το «φωτοστέφανο» της «Αγίας» αμερικάνικης οικογένειας, στην οποία όλα μοιάζουν ρόδινα, ιδανικά και ονειρεμένα. Από τις πρώτες σκηνές σπεύδει έξυπνα να αναδείξει μια υποβόσκουσα δυσλειτουργικότητα που πλανάται πάνω από το «συννεφάκι» της οικογενειακής ευτυχίας. Ο Sam Bowden αναζητά εξωσυζυγική παρέα, φλερτάρει την νεότερη συνεργάτιδα του και καυγαδίζει με την «απομονωμένη» στο σπίτι σύζυγο του που αναζητά διαφυγή στο σχέδιο και την ζωγραφική για να διαχειριστεί την ανία του γάμου της. Και στην μέση η κόρη. Η νεαρή Danielle που όντας στο αποκορύφωμα του εφηβικού «πυρετού» έρχεται σε επαφή με τον έρωτα, γνωρίζει τον εαυτό της πνευματικά και σωματικά και αποζητά απεγνωσμένα μια διέξοδο από τον κονφορμισμό και τους περιορισμούς της οικογενειακής ζωής.
Η αναπαράσταση της οικογένειας Bowden, οι ενοχές του Sam και της Leigh, τα ψέματα και τα κενά εμπιστοσύνης μεταξύ τους θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αργότερα ο Scorsese θα ξεδιπλώσει την «εισβολή» του Max Cady στις ζωές τους.
Δίκαιο, ηθική και θρησκευτική αλληγορία…
Στην πρώτη σκηνή της ταινίας που ακολουθεί αμέσως μετά τον εξομολογητικό και προφητικό εισαγωγικό μονόλογο της Danielle, ο Σκορσέζε μας συστήνει για πρώτη φορά με τον Max Cady: το πρόσωπο κλειδί της ταινίας. Στην φιγούρα του απόκοσμου και πραγματικά ανατριχιαστικού ερμηνευτικά Robert DeNiro, ο Σκορσέζε φιλοτεχνεί ένα αμφιλεγόμενο «σύμβολο».
Ο Max Cady έρχεται να στοιχειώσει την οικογένεια Bowdy σαν ένα μεταφυσικό πνεύμα νέμεσης βγαλμένο από το ξεχασμένο παρελθόν. Λειτουργεί σαν φορέας της ενοχής. Τα χαρακτηριστικά του είναι ζωώδη, απάνθρωπα και βίαια, όμως ταυτόχρονα η σωματική και πνευματική του ισχύς μοιάζει απροσπέλαστη, σχεδόν θεϊκή. Ο ήρωας του De Niro είναι ένα «ανθρωπόμορφο» τέρας, που παραδόξως έχει πράγματι αδικηθεί στο παρελθόν από τον ίδιο του τον συνήγορο. Ο Sam Bowden, στην θέα αυτού του κτήνους, δεκατέσσερα χρόνια πριν είχε αποκρύψει εσκεμμένα μια έκθεση που θα έδινε στον Cady ευμενέστερη διαχείριση από το Δικαστήριο. Ο Σκορσέζε με αυτή την καίρια παρέμβαση του στο αρχικό σενάριο βρίσκει την ευκαιρία να θέσει ευθέως στο κοινό του το ερώτημα: τελικά το δίκιο με ποιανού το μέρος είναι;
«Counselor! Counselor!»
Ο Max Cady δεν είναι ένας συνηθισμένος κινηματογραφικός «κακός», αλλά ο διαστρεβλωμένος αντικατοπτρισμός της αμφισημίας που πλαισιώνει την έννοια του δικαίου και της απόδοσης του. Είναι ένας «Θεός» ή μάλλον ένας «Δαίμονας» που φέρει σε κάθε του πράξη τον πειρασμό, την πρόκληση και την σπίλωση. Δεν αποζητά απλώς εκδίκηση. Διεκδικεί την κατ’ αυτόν δικαιοσύνη. Δεν είναι ένας ψυχοπαθής σαδιστής, αλλά ένας πανταχού παρόν τιμωρός, αποφασισμένος να κυριεύσει τις ψυχές αυτών που τον «αδίκησαν».
Στόχος του δεν είναι ούτε το χρήμα, ούτε η εν ψυχρώ αυτοδικία. Στόχος του είναι να αποσπάσει από τον συνήγορο του, όλα όσα θεωρεί ότι του στερήθηκαν στα χρόνια του στην φυλακή. Τρομοκρατεί την σύζυγο και εν συνεχεία παίζει σεξουαλικά παιχνίδια μαζί της. Φλερτάρει την νεαρή κόρη κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της σε μια αριστουργηματική σκηνή στο σχολικό θέατρο όπου ο DeNiro ξεδιπλώνει το ανεπανάληπτο ταλέντο του στην ολότητα του. Σπιλώνει την φήμη του Sam Bowden και αντιστρέφει τους ρόλους του «θύματος» και του «θύτη». Το «Counselor!» του Ρόμπερτ Ντε Νίρο ακόμα αντηχεί στα αυτιά μας ανατριχιαστικό…
Βιβλική κατάβαση για την λύτρωση
Και, όπως είπαμε παραπάνω, αυτός ο εφιάλτης μοιραία θα καταλήξει στο «Cape Fear». Στην ειδυλλιακή εξοχική κατοικία, όπου η οικογένεια Bowden βρίσκει το τελευταίο της καταφύγιο. Μια καταιγίδα ξεσπά και οι αντιμαχόμενες πλευρές θα έρθουν στην οριστική σύγκρουση. Η κορύφωση της ταινίας μοιάζει με μια κατάβαση όλων των ηρώων στο πιο βαθύ τους υποσυνείδητο και συνειδητό σκοτάδι.
Η μάχη του Sam Bowden δεν αφορά μόνο την προστασία της οικογένειας του, αλλά και την προσωπική του κάθαρση. Η ένωση των Bowden είναι το μονοπάτι για την ηθική τους εξιλέωση. Ο πειρασμός και η αμφιβολία πρέπει να νικηθούν. Η πλωτή τους κατοικία καταρρέει σαν άλλη κιβωτός στα ορμητικά νερά του ποταμού, όμως ο Cady μοιάζει απέθαντος, ανίκητος. Τελικά το κακό μπορεί να νικηθεί; Κι αν ναι, πόσο απέχουμε από αυτό;
Η Danielle εξομολογείται
«Και ποτέ δεν μιλήσαμε για αυτά που συνέβησαν. Μάλλον επειδή φοβόμασταν να θυμόμαστε το όνομα του και όσα σήμαινε για εμάς. Κι εγώ πλέον σπάνια τον ονειρεύομαι πιά. Όμως τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ όπως παλιά. Αλλά δεν πειράζει. Γιατί αν μένεις κολλημένος στο παρελθόν πεθαίνεις από λίγο μέρα με την μέρα. Και εγώ ξέρω ότι θέλω να ζήσω. Τέλος»
«Cape Fear» – Πληροφορίες – Συντελεστές
- Τίτλος : Cape Fear / Το Ακρωτήρι του Φόβου.
- Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε.
- Σενάριο: Weasley Strick (βασισμένο στο σενάριο του James R. Webb και το βιβλίο του John D. MacDonald).
- Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Νικ Νόλτε, Τζέσικα Λανγκ, Τζούλιετ Λουίς / Ρόμπερτ Μίτσαμ, Γκρέγκορι Πεκ, Μάρτιν Μπάλσαμ (φόρος τιμής στην ταινία του 1962)
- Μοντάζ: Θέλμα Σχουνμείκερ.
- Μουσική: Μπέρνταρντ Χέρμαν.
- Έτος παραγωγής: 1991.
- Έγχρωμη
- imdb.com
Το Trailer της ταινίας: